ἄνθος

ἄνθος
ἄνθος (A), ους, τό. gen. pl. ἀνθέων, freq. used for ἀνθῶν, S.El.896, Hermipp.5,6, Eub.105, Aristag.3; but
A

ἀνθῶν Pherecr.46

, Pl.Criti. 115a, X.Cyn.5.5:—blossom, flower,

πέτονται ἐπ' ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν Il.2.89

;

ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας Od.6.231

;

βρύει ἄνθεϊ λευκῷ Il.17.56

;

τέρεν' ἄνθεα ποίης Od.9.449

;

ἐπ' ἄνθεσιν ἵζειν Ar.Eq.403

;

δένδρα καὶ ἄνθη καὶ καρπούς Pl.Phd.110d

;

ἡ κατ' ἄνθη δίαιτα Id.Smp.196a

; ἄνθεα τεθρίππων the chaplets of flowers which graced them, Pi.O.2.50, cf.7.80; [Δάφνιν] φέρβον μαλακοῖς ἄνθεσσι μέλισσαι, i.e. with honey, Theoc.7.81.
2 generally, anything thrown out upon the surface, eruption,

προσώπου Hp.Coac.416

; cf. ἐξανθέω. froth or scum,

ἄ. οἴνου Gal.11.628

, Gp.6.3.9,7.15.6; ἄνθη χαλκοῦ, = χάλκανθος, Nic.Th.257; ἄ. χαλκοῦ, v. χαλκός; ἄ. χρυσοῦ, = ἀδάμας, Poll.7.99.
3 in pl., embroidered flowers on garments, Hermipp.5,6, Pl.R.557c, Cypr. Fr.4.
II metaph., bloom, flower of life,

ἥβης ἄ. Il.13.484

, Pi.P. 4.158, A.Supp.663;

ἥβης ἄνθεσι Sol.25

;

κουρήιον ἄ. h.Cer.108

;

ὥρας ἄ. X.Smp.8.14

;

παῖς καλὸν ἄ. ἔχων Thgn.994

; χροιᾶς ἀμείψεις ἄ. the bloom of complexion,
A.Pr.23; τὸ τοῦ σώματος ἄ. its youthful bloom, Pl.Smp.183e;

ὅταν [τὰ πρόσωπα] τὸ ἄ. προλίπῃ Id.R.601b

; also, the flower of an army and the like ,

ἄ. Ἄργους A.Ag.197

;

ἄ. Περσίδος αἴας Id.Pers.59

, cf. 252,925, E.HF876 (lyr.);

ὅ τι ἦν αὐτῶν ἄ. ἀπολώλει Th.4.133

; ἄνθεα ὕμνων νεωτέρων the choice flowers of new songs, Pi.O.9.48; τὸ σὸν . . ἄ, παντέχνου πυρὸς σέλας thy pride or honour, A.Pr.7; τὰ ἄνθη flowers or choice passages, elegant extracts, APl.4.274, Cic.Att.16.11.1.
2 like ἀκμή, the bloom, i.e. height of anything, bad as well as good,

δηξίθυμον ἔρωτος ἄ. A.Ag.743

;

ἀκήλητον μανίας ἄ. S.Tr.999

;

ἀ. τοῦ νοῦ Procl.in Alc.p.248C.

, Dam.Pr. 70;

τῆς οὐσίας Procl. in Ti.1.412D.

; τῆς ψυχῆς ib.472D.
III brightness, brilliancy, as of gold, Thgn.452;

χαλκήϊον ἄ. Orph.Fr. 174

; of dyes, lustre, PHolm.17.37; freq. of purple, in sg., Pl. R.429d, Arist.HA547a7, J.AJ3.6.1;

ἁλὸς ἄνθεα AP6.206

(Antip. Sid.); of bright colours generally,

περιβόλαια παντὸς ἄνθους D.H.7.72

; ἄ. θαλάσσιον seaweed dye, Ps.-Democr.Alch.p.42B.
IV ἄ. πεδινόν, = ἀνθεμίς, Ps.-Dsc.3.136.
------------------------------------
ἄνθος (B), , a kind of
A bird, perh. the yellow wagtail, Arist.HA 592b25,609b14, Ael.NA5.48.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άνθος — άνθος, το και άνθι, το και ανθός, ο και αθός, ο 1. το μέρος του φυτού στο οποίο υπάρχουν τα όργανα της αναπαραγωγής, το λουλούδι: Η λεμονιά είναι γεμάτη άνθη. 2. το εκλεκτότερο μέρος από ένα σύνολο: Στη Σικελία χάθηκε το άνθος του αθηναϊκού… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἄνθος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθος — blossom neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • Άνθος Χαρίτων — Τίτλος ανθολογίας του 16ου αι. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1546. Είναι γραμμένη στη δημοτική γλώσσα και αποτελείται από 35 κεφάλαια. Περιέχει αποφθέγματα διαφόρων συγγραφέων, οι οποίοι συχνά αναφέρονται με παραποιημένα τα ονόματά… …   Dictionary of Greek

  • ἄνθει — ἄνθος blossom neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄνθεϊ , ἄνθος blossom neut dat sg (epic ionic) ἄνθος blossom neut dat sg ἄ̱νθει , ἀνθέω blossom imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀνθέω blossom pres imperat act 2nd sg (attic epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθεα — ἄνθος blossom neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθεος — ἄνθος blossom neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθεσι — ἄνθος blossom neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθεσιν — ἄνθος blossom neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”